Η Δεύτερη Ευγενής Αλήθεια:
Η Προέλευση του Υπαρξιακού Πόνου
Η Δεύτερη Ευγενής Αλήθεια:
Η Προέλευση του Υπαρξιακού Πόνου
Η
Δεύτερη Αλήθεια μάς διδάσκει ότι το σύνολο του υπαρξιακού πόνου είναι αιτιοκρατημένο και συνθηκοκρατημένο από τον ψυχολογικό παράγοντα της επιθυμίας που παράγει την υπαρξιακή ταλαιπωρία και την επαναγέννηση και που εκδηλώνεται σε βουλητικές δραστηριότητες ή αλλιώς κάρμα μέσω του σώματος, της ομιλίας και του νου. Επομένως, αυτή η Αλήθεια της αιτίας ή της προέλευσης του υπαρξιακού πόνου περιλαμβάνει επίσης τη διδαχή του κάρμα και της επαναγέννησης, καθώς και τον νόμο της Εξαρτώμενης Γένεσης των φαινομένων της ύπαρξης (Paṭicca Samuppāda), τον οποίο θα αναλύσουμε παρακάτω.
Είναι αυτονόητο ότι προτού θεραπεύσουμε έναν ασθενή, είναι απαραίτητο να ανακαλύψουμε την αιτία της ασθένειάς του. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εξαρτάται από την απομάκρυνση της αιτίας. Συνεπώς, παρότι ο Βούδας μιλάει διεξοδικά για τον υπαρξιακό πόνο, προχωρά ένα βήμα πιο πέρα και επισημαίνει την αιτία ή την προέλευση του πόνου χορηγώντας έτσι μια αποτελεσματική θεραπεία. Επομένως, ο βιαστικός επικριτής δεν δικαιολογείται να χαρακτηρίσει τον Βούδα απαισιόδοξο επειδή μιλάει για το υπαρξιακό πρόβλημα του πόνου. Ο αισιόδοξος θα χαρεί να ακούσει ότι, στην παρουσίαση των Τεσσάρων Ευγενών Αληθειών, υπάρχει μια διέξοδος από την «απαισιοδοξία». Αυτή αναφέρεται κυρίως στην τρίτη και τέταρτη Ευγενή Αλήθεια.
Πρώτα από όλα, όμως, ποια είναι η δεύτερη Ευγενής Αλήθεια σχετικά με την αιτία του υπαρξιακού πόνου; Καθώς δεν υπάρχει αυθαίρετος δημιουργός που να ελέγχει το πεπρωμένο του ανθρώπου στη βουδιστική σκέψη, ο Βουδισμός δεν αποδίδει τον υπαρξιακό πόνο ή την αιτία του σε έναν εξωτερικό φορέα, σε μια «υπερφυσική» δύναμη, αλλά την αναζητά στην ενδότατη υπόσταση του ίδιου του ανθρώπου. Συνεπώς, στην πρώτη Ομιλία του Βούδα και σε πολλές άλλες, η Δεύτερη Ευγενής Αλήθεια διατυπώνεται με τα ακόλουθα λόγια:
«Και ποια είναι η Ευγενής Αλήθεια της προέλευσης του πόνου; Είναι η επιθυμία που οδηγεί στην επαναγέννηση, συνοδευόμενη από απόλαυση και πάθος, αναζητώντας την ευχαρίστηση εδώ κι εκεί· δηλαδή, η επιθυμία για αισθησιακές ηδονές, η επιθυμία για ύπαρξη, η επιθυμία για μη ύπαρξη (εκμηδένιση, ανυπαρξία)».
H επιθυμία
Εδώ γίνεται σαφές ότι ο υπαρξιακός πόνος είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας, η οποία αποτελεί την αιτία ως μια ενστικτώδη ή και συνειδητή τάση για να αποκτήσει κάποιος ή να απολαύσει κάτι. Όλες οι εμπειρίες που έχουμε—προσδοκίες, απογοητεύσεις, βάσανα, χαρές, λύπες, ικανοποιήσεις, επιτυχίες, αποτυχίες—συμβαίνουν λόγω μιας συγκεκριμένης αιτίας που ονομάζουμε επιθυμία. Εδώ βλέπουμε σπόρο και καρπό, δράση και αντίδραση, αιτία και αποτέλεσμα, μια κυριαρχία του φυσικού νόμου, και αυτό δεν είναι μεγάλο μυστήριο.
Όπως αναφέραμε στο Κεφ. IΙ, παρόλο που η επιθυμία παρουσιάζεται εδώ συνοπτικά ως αιτία, αποτελεί την πιο βασική από άλλες αιτίες, που ονομάζονται συλλογικά «νοητικές μολύνσεις» ή «πάθη» (kilesa). Οι κυριότερες νοητικές μολύνσεις είναι η τριάδα της απληστίας (lobha), του μίσους (dosa) και της αυταπάτης (moha), από τις οποίες προκύπτουν διάφορες άλλες νοητικές μολύνσεις, όπως αλαζονεία, ζήλια, υποθετικές απόψεις, σκεπτικιστική αμφιβολία, νωθρότητα, ανησυχία, αδιαντροπιά, έλλειψη ηθικού φόβου κ.λπ. Και από όλες αυτές τις νοητικές μολύνσεις μαζί, τις ρίζες και τα κλαδιά, προκύπτει ο πόνος και η ταλαιπωρία (dukkha) στις διάφορες μορφές του.
H επιθυμία καθαυτή είναι μια ισχυρή νοητική δύναμη που διαπερνά όλες τις δραστηριότητες στη ζωή. Αποτελεί την ορμή, την ώθηση και την κινητήρια δύναμη στον κόσμο των έμβιων όντων. Είναι σα μια φωτιά που καίει μέσα σε όλα τα όντα: κάθε δραστηριότητά τους παρακινείται από την επιθυμία. Αυτή μπορεί να είναι η απλούστερη φυσική επιθυμία των ζώων έως μια πολύπλοκη και τεχνητά διεγερμένη επιθυμία του πολιτισμένου ανθρώπου.
Γι’ αυτό, όπως λέει ο Βούδας:
«Ο κόσμος κινείται από την επιθυμία.
Από την επιθυμία σέρνεται εδώ και εκεί.
Η επιθυμία είναι ένα πράγμα
που έχει τους πάντες υπό τον έλεγχό της».[1]
Η επιθυμία, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί την ενστικτώδη ή και συνειδητή τάση για να αποκτήσει κάποιος ή να απολαύσει κάτι. Ως κινητήρια δύναμη βρίσκεται όχι μόνο πίσω από την παρούσα ύπαρξη, αλλά και από την παρελθούσα και τη μέλλουσα. Το παρόν είναι το αποτέλεσμα του παρελθόντος και το μέλλον θα είναι το αποτέλεσμα του παρόντος. Αυτή είναι μια διαδικασία της συνθηκοκρατίας που προωθείται από την επιθυμία. Αυτή η δύναμη της επιθυμίας συγκρίνεται με ένα ποτάμι (taṇhā-nadī)[2] που, όταν πλημμυρίζει, ρέει σε χωριά, προάστια, πόλεις και χώρες. Έτσι και η επιθυμία ρέει συνεχώς από τη μια κατάσταση στην άλλη, από τη μια ύπαρξη στην άλλη. Ή, αλλιώς, όπως το καύσιμο κρατά τη φωτιά αναμμένη, έτσι και το καύσιμο της επιθυμίας διατηρεί τη φωτιά της ύπαρξης ζωντανή.
Η επιθυμία ως νοητική δύναμη βρίσκεται υπολανθάνουσα σε όλους. Αποτελεί την κύρια αιτία των περισσότερων δεινών της ζωής. Εάν λοιπόν θέλουμε να αποδώσουμε ευθύνη σε κάποιον ή κάτι για τα δεινά, τον πόνο και την ταλαιπωρία στη ζωή μας, δεν χρειάζεται να το αναζητήσουμε έξω από εμάς αλλά μέσα μας. Αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από την επιθυμία.
Είναι επίσης η επιθυμία, χονδροειδής ή λεπτοφυής, που καθιστά κάποιον προσκολλημένο και δεσμευμένο σε διάφορες μορφές ζωής. «Δεν βλέπω κανέναν άλλο δεσμό με τον οποίο τα όντα είναι δεσμευμένα και περιστρέφονται περιπλανώμενα μέσα στον κύκλο της ύπαρξης για πάρα πολύ καιρό, όπως αυτόν τον δεσμό της επιθυμίας (taṇhā-saŋyojanaŋ). Πράγματι, δεσμευμένα με τον δεσμό της επιθυμίας, τα όντα περιστρέφονται περιπλανώμενα μέσα στον κύκλο της ύπαρξης για πάρα πολύ καιρό», λέει ο Βούδας.[3]
Στη γλώσσα Πάλι (Pāli) η λέξη για την επιθυμία είναι taṇhā και συνώνυμες λέξεις της είναι η λαχτάρα, ο πόθος, το πάθος, η μανία, η δίψα. Η ισχυρή δύναμη της επιθυμίας ως πάθους επιτρέπει στην ύπαρξη και στα δεινά της να συνεχίζονται. Η επιθυμία δημιουργεί και αναδημιουργεί τον κόσμο των έμβιων όντων και προωθεί οποιαδήποτε κάρμα (εκούσιες πράξεις). Είναι βασικά ο «Κτίστης» (gahakāraka)[4] της έμβιας ύπαρξης, ο δημιουργός της ζωής και επομένως όλων των επακόλουθων δεινών και ταλαιπωριών της ζωής.
Συνεπώς, ο άνθρωπος δεν δημιουργείται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα, μια υπερφυσική, ανώτερη δύναμη ή κάποιο αόρατο, μεταφυσικό ον κάπου στον ουρανό πίσω από τα σύννεφα, από έναν πλανήτη ή έναν γαλαξία. Εμείς δημιουργούμε τον εαυτό μας μέσω των επιθυμιών μας. «Είναι η επιθυμία που δημιουργεί τον άνθρωπο», λέει ο Βούδας.[5] Δηλαδή τον άνθρωπο με το σώμα, το αίσθημα, την αντίληψη, τις νοητικές λειτουργίες και τη συνείδηση που αποτελούν «τα πέντε συναθροίσματα του νου και της ύλης» (pañca khandha). Η επιθυμία στα πέντε συναθροίσματα συμβαίνει με δύο πρωτεύοντες τρόπους: ιδιοποίηση και ταύτιση.
[1] S I, Taṇhā-sutta, σ. 39.
[2] Nd1 I, Kāma-sutta-niddesa, σ. 8· Dhs § 1065, Hetugocchaka, σ. 189.
[3] It, Taṇhāsaŋyojana-sutta, σ. 8.
[4] Dhp, 154.
[5] «Taṇhā janeti purisaŋ». S I, Paṭhamajana-sutta, σ. 37.